- διάθερμος
- διάθερμ-ος, ον,A thoroughly warm or hot, Hp.VM16, Antig.Mir. 82.II of a hot temperament, Arist.Rh.1389a19;
δ. καὶ θαρραλέοι Id.Pr.947b24
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δ. καὶ θαρραλέοι Id.Pr.947b24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάθερμος — thoroughly warm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμος — η, ο (Α διάθερμος, ον) 1. διάπυρος, υπέρθερμος 2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικός αρχ. αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα … Dictionary of Greek
διάθερμον — διάθερμος thoroughly warm masc/fem acc sg διάθερμος thoroughly warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέρμου — διάθερμος thoroughly warm masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέρμῳ — διάθερμος thoroughly warm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμοι — διάθερμος thoroughly warm masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek